- ὑπεραστράπτω
- ὑπεραστράπτω,A flash exceedingly,
ὄμματα Arr.Cyn.4.5
: metaph., Anon.in Rh.1.632 W.II c. acc., outshine,τῇ αἴγλῃ τῶν λίθων τὸν ἥλιον Procop.Aed.1.4
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὄμματα Arr.Cyn.4.5
: metaph., Anon.in Rh.1.632 W.τῇ αἴγλῃ τῶν λίθων τὸν ἥλιον Procop.Aed.1.4
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υπεραστράπτω — ΜΑ αστράφτω πάρα πολύ δυνατά μσν. έχω ισχυρότερη λάμψη από κάτι, επισκιάζω κάτι («τῇ αἴγλῃ τῶν λίθων ὑπεραστράπτει τὸν ἥλιον», Προκ.) … Dictionary of Greek
αστράφτω — (AM ἀστράπτω) 1. απρόσ. αστράφτει φαίνεται αστραπή στον ουρανό 2. (προσ.) ρίχνω αστραπές, αστραποβολώ («αυτός π αστράφτει και βροντά και συννεφιά και βρέχει», «Οὐλύμπιος ἤστραπτεν, ἐβρόντα», Αριστοφ.) 3. λάμπω σαν αστραπή («αστράφτει το σπίτι… … Dictionary of Greek